- πολυόστεος
- -ον, Α1. (για ζώα) αυτός που έχει πολλά οστά2. (για καρπούς) αυτός που έχει πολλούς σπόρους3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόστεονη επάνω επιφάνεια τού ποδιού από τα δάχτυλα ώς τη συναρμογή των αστραγάλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -όστεος (< ὀστοῦν / ὀστέον «κόκαλο»), πρβλ. μον-όστεος].
Dictionary of Greek. 2013.